Ανεβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο του Λιτόχωρου με τα τουριστικά πούλμαν σταθμευμένα το ένα πίσω από το άλλο σαν βαγόνια τρένου, τη μικρή πλατεία με τα γύρω ζαχαροπλαστεία-καφέ, ενοικιαζόμενα δωμάτια, ξενοδοχεία, τουριστικά είδη και έναν φούρνο, μπήκα στη μηχανή του χρόνου και προσγειώθηκα πολλά χρόνια πίσω, σε μια Ελλάδα άλλης εποχής.
Ποιος και γιατί να ανοίξει εστιατόριο υψηλής γεύσης και κουζίνας εδώ πάνω και σε ποιους ακριβώς να απευθυνθεί; Τι άξιο λόγου έχει να παρουσιάσει ένας αυτοδίδακτος και αυτόχθων μάγειρας; Γιατί βρέθηκα εδώ πάνω;
Το τουριστικό περίπτερο
Εχουμε κανονίσει να βρεθούμε στο εστιατόριο με τον ιδιοκτήτη και μάγειρα Ανδρέα Γάβρη. Είναι νωρίς το απόγευμα και τον βρίσκω στο βάθος της σάλας, με την ποδιά του, αφοσιωμένο στον υπολογιστή του. Στην απλόχωρη σάλα το βλέμμα κεντράρει και μένει στα ποτά του μπαρ που καταλαμβάνουν έναν ολόκληρο τοίχο.
Τσιμπάει αμέσως και με οδηγεί στην κάβα με τα κρασιά του. «Ξέρεις», μου λέει, «ότι η κάβα μου έχει χαρακτηριστεί ως η δεύτερη καλύτερη μετά τη Σπονδή;». Δεν το ήξερα, ομολογώ, αλλά βλέπω το γιατί. Πολυσυλλεκτική, δεν διστάζει να φιλοξενήσει από Mouton Rothschild – και μάλιστα σε διαφορετικές χρονιές – μέχρι Σαντορίνη του συνεταιρισμού. Σε τιμές, όπως θα διαπιστώσω αργότερα, εξαιρετικά φιλικές στον καταναλωτή. Και; Τα πίνει κανείς αυτά τα κρασιά; «Ερχονται ειδικά από την Αθήνα, από τη Θεσσαλονίκη, από τη Λάρισα για να φάνε και να πιουν καλό κρασί. Σταθεροί πελάτες, χρόνων. Το κάθε κρασί έχει τον καταναλωτή του.
Ο αυτοδίδακτος Ανδρέας Γάβρης
Ο Ανδρέας, ως μάγειρας και ιδιοκτήτης του εστιατορίου Γαστροδρόμιο εν Ολύμπω, κατάφερε κάτι σημαντικό. Το εστιατόριό του, εδώ στους πρόποδες του Ολύμπου, έχει ξεχωρίσει στη γαστρονομική σκηνή της χώρας. Γεννημένος στο Λιτόχωρο, δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως μάγειρας.
Μετά τις σπουδές μηχανολόγου, επέστρεψε και δοκίμασε διαφορετικές κατευθύνσεις. Από το εκτροφείο θηραμάτων πέρασε στα επενδυτικά προγράμματα, για να καταλήξει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μαγειρική. Μια απόφαση που άλλαξε τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του. Μαγείρευε από μικρός, οι κατσαρόλες τού ασκούσαν μεγάλη έλξη, όμως σύμφωνα με τη μητέρα του «οι άντρες καλό είναι να μην μπαίνουν στην κουζίνα». Η οποία μητέρα, μαζί με την αδελφή του, είναι υπεύθυνες σήμερα για το φύλλο και τις πίτες που καθημερινά σερβίρει το Γαστροδρόμιο.
Ο κατάλογος και η κουζίνα
Για τα πάνω από 25 διαφορετικά τυριά του καταλόγου έχει προμηθευτή στα Τρίκαλα, που ψάχνει και του φέρνει ό,τι του ζητήσει. Το αυτό συμβαίνει και με τα αλλαντικά. Οσο για την κουζίνα του; Ο τραχανάς με τον ζωμό γίδας εξαιρετικής συμπύκνωσης ήταν βαθύτατα αρωματικός. Η γλιστρίδα σοταρισμένη με σκόρδο με τη φυσική οξύτητα της πρασινάδας να μαλακώνει πλάι στην ψητή ντομάτα με το κατίκι, ο μπακαλιάρος σε κρούστα μυρωδικών με πουρέ γλυκού σκόρδου καθησυχαστικός, το μπουρανί, ρύζι δηλαδή με τσουκνίδες και μανιτάρια, σωστά ζωντανό και χυλωμένο, τα μαριναρισμένα σε κόκκινη μπίρα μάγουλα μόσχου με τον πουρέ σελινόριζας ένα βρώσιμο βελούδο και το κοκκινιστό αρνίσιο κότσι με το πλιγούρι ισορροπεί ιδανικά την οξύτητα με τη γλύκα.
Ο Ανδρέας Γάβρης ανακάλυψε τον δρόμο και την ευτυχία του στα 35. Και μας κάνει κι εμάς ευτυχισμένους με τα πιάτα που σερβίρει. Στο Λιτόχωρο, παρακαλώ. Αξίζει η διαδρομή.